Ο TOULOUSE-LAUTREC KAI H BELLE EPOQUE ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. 6 Δεκεμβρίου 2007 - 5 Οκτωβρίου 2008

Lautrec 2007.jpg

Με επίκεντρο μια σπάνια ενότητα περίπου 100 πρωτότυπων έργων επί χάρτου του Henri de Toulouse-Lautrec , οι διοργανωτές της έκθεσης αποπειράθηκαν την τοποθέτηση των έργων αυτών στο ιστορικό, κοινωνικό-καλλιτεχνικό αλλά και αισθητικό πλαίσιο της εποχής τους (περ. 1880-αρχές 20ού αιώνα). Ταυτόχρονα, επιχειρήθηκε μια συνοπτική προσέγγιση στις κρατούσες ιστορικές και καλλιτεχνικές συνθήκες της αστικής Αθήνας της ίδιας εποχής, με στόχο να καταδειχθούν οι επιδράσεις της γαλλικής Belle Epoque στον αθηναϊκό κοινωνικό και καλλιτεχνικό βίο και να εντοπιστούν κάποιες εμφανείς αντιστοιχίες.

Τα πρωτότυπα έργα του Lautrec που παρουσιάζονται στην έκθεση (διαφημιστικές αφίσες, χαρακτικά και σχέδια) αντλούν τη θεματολογία τους από την παρισινή καθημερινότητα και ψυχαγωγία. Διαφημίσεις νυχτερινών κέντρων ή εντύπων, που αποτελούν ορισμένες από τις γνωστότερες συνθέσεις του μεγάλου Γάλλου καλλιτέχνη, συνυπάρχουν με πορτρέτα γνωστών ηθοποιών και τραγουδιστών της εποχής του, καθώς και σκίτσα και καρικατούρες. Τα έργα του Lautrec πλαισιώνονται από επιλεγμένα γαλλικά λογοτεχνικά χωρία, φωτογραφίες και άλλα πραγματολογικά στοιχεία που επιχειρούν να βοηθήσουν το θεατή να κατανοήσει με καλύτερο τρόπο την ατμόσφαιρα της εποχής.


Ο Lautrec είναι γνωστός για τα έργα του που απεικονίζουν σκηνές από καμπαρέ, θέατρα, αίθουσες χορού και πορνεία. Τους χώρους αυτούς ο καλλιτέχνης έζησε από κοντά, αρχής γινομένης από το 1885 όταν μετακόμισε στην Μονμάρτρη και βυθίστηκε στη νυχτερινή της ζωή. Θέλησε να παρουσιάσει τη ζωή όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά αυτή του η αντικειμενικότητα εκφραζόταν με κατανόηση και χιούμορ. Τον ενδιέφερε η δημιουργία πορτρέτων, όχι μόνο όσων συναντούσε κατά τη διάρκεια των νυχτερινών του περιπλανήσεων στην πόλη, αλλά και των φίλων του, καθώς και των ανθρώπων που ανήκαν στην εργατική τάξη του Παρισιού. Ήταν ένας εργατικός καλλιτέχνης, ο οποίος χρησιμοποίησε ένα ευρύ φάσμα μέσων για την παραγωγή ενός τεράστιου αριθμού έργων.

Η συνοπτική απόπειρα αντιστοίχισης της παρισινής με την αθηναϊκή Belle Epoque, προέκυψε από την ανάγκη να παρουσιαστούν κάποιες εμφανείς επιρροές της πρώτης στη δεύτερη: Με τη βοήθεια σπάνιου αρχειακού υλικού που προέρχεται κυρίως από τις Συλλογές του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.), του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη, της Συλλογής Έργων Τέχνης της Alpha Bank, την ιδιωτική συλλογή του κ. Π. Βέργου κλπ, ανασυστάθηκαν αστικές συνήθειες και τρόποι ψυχαγωγίας κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα στην Ελλάδα. Διαφημίσεις προϊόντων, φιλοτεχνημένες συχνά από σημαντικούς Έλληνες δημιουργούς, όπως ο Ν. Γύζης και ο Δ. Γαλάνης, εξώφυλλα ημερολογίων, φωτογραφίες και καρτ-ποστάλ, θεατρικά προγράμματα με έμφαση στο γαλλικό ρεπερτόριο και λογοτεχνικά χωρία, καλούν τον επισκέπτη να εισχωρήσει σε ένα γοητευτικό άρωμα Εποχής.

Στο πλαίσιο της έκθεσης κυκλοφόρησε συλλεκτικός τόμος με λυτές ανατυπώσεις έργων του Toulouse- Lautrec και συνοδευτικά κείμενα.

Η Μπελ Επόκ στο Παρίσι και την Αθήνα
Στα 1880, η πλειοψηφία του πληθυσμού της Γαλλίας ήταν αγροτική, αλλά έβγαινε αργά από την απομόνωσή της χάρη σε ένα εκτεταμένο σιδηροδρομικό δίκτυο. Ήταν περίοδος σημαντικής βιομηχανικής ανάπτυξης και αποικιακής επέκτασης, ενώ καθιερώθηκαν και σημαντικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Το Παρίσι παρουσίασε μια αντικρουόμενη εικόνα: αφ’ενός μεν αθυρόστομη και επικίνδυνη, αφ’ετέρου δε ευτυχής και γεμάτη από την μουσική των καμπαρέ και των χρωμάτων του Lautrec. Οι νεόπλουτοι έκαναν την εμφάνισή τους. Νέα κτίρια τεχνοτροπίας Αρ Νουβώ οικοδομήθηκαν και το πολυκατάστημα Galeries Lafayette άνοιξε τις πύλες του. Το 1900, το Παρίσι φιλοξένησε την Παγκόσμια Έκθεση και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εντούτοις, για τους περισσότερους, η Μπελ Επόκ στο Παρίσι χαρακτηρίζεται από το Moulin Rouge και τους πρωταγωνιστές του, τον Aristide Bruant και τα café-concerts της Monmartre και ακόμη περισσότερο από τον Lautrec.
Για την Αθήνα, η δεκαετία του 1880 ήταν περίοδος εξαιρετικής ακμής. Η πόλη ωφελήθηκε από την πολιτική σταθερότητα και την οικονομική πρόοδο της Ελλάδας, πρόοδο που στηρίχθηκε στο ευνοϊκό διεθνές οικονομικό περιβάλλον και την επιτυχία των εξαγωγών σταφίδας της χώρας. Στο τέλος της δεκαετίας, η πόλη είχε ξεπεράσει τους 100.000 κατοίκους και μη διαθέτοντας πολεοδομικό σχέδιο, οι υποδομές της αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Ωστόσο, η Αθήνα αποτελούσε και τον καθρέφτη της χώρας και οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες της νεότερης Ελλάδας το 1896 αποτέλεσαν πρώτης τάξεως ευκαιρία για την πόλη να προβάλει τις αντιλήψεις του έθνους για την τέχνη και την αρχιτεκτονική. Οι Αθηναίοι υιοθέτησαν τον νεοκλασικισμό της μνημειακής αρχιτεκτονικής και στην οικοδόμηση των κατοικιών τους. Οι πολυσύχναστες πλατείες Συντάγματος και Ομονοίας αποτελούσαν τα κυριότερα κέντρα της δημόσιας ζωής της πόλης, ενώ η επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου από την Κηφισιά προς το Φάληρο προσέφερε νέες ευκαιρίες διεξόδου από τις εντάσεις της καθημερινής ζωής. Στη δεκαετία του 1890, η χώρα εισήλθε σε μια περίοδο οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Ακολούθησε η ανάκαμψη των πρώτων χρόνων του 20ού αιώνα, η οποία όμως τερματίστηκε με τις κακουχίες που έφερε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Ο Henri-Marie-Raymond de Toulouse-Lautrec-Monfa γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1864 στο πατρικό του σπίτι, το Château du Bosc, στο Albi στη Γαλλία. Ο πατέρας του, ο Κόμης Αλφόνσος ήταν ένας εκκεντρικός αριστοκράτης που του άρεσε να μεταμφιέζεται και είχε σαν κύρια ενδιαφέροντα το κυνήγι και την εκτροφή και εκγύμναση κυνηγετικών γερακιών. Η μητέρα του, η Κόμισσα Αντέλ ήταν μια συντηρητική και καλλιεργημένη γυναίκα με την οποία ο καλλιτέχνης παρέμεινε δεμένος μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Toulouse-Lautrec ποτέ δεν επρόκειτο να απολαύσει την ιππασία και το κυνήγι, που ήταν οι αγαπημένες ασχολίες της οικογένειάς του. Οι ρήξεις που υπέστη και στα δυο πόδια σε ηλικία 13 και 14 ετών αντίστοιχα, σε συνδυασμό με ένα εκ γενετής πρόβλημα υγείας στα οστά του, οδήγησαν στη μη φυσιολογική ανάπτυξη του σώματός του. Συγκεκριμένα, τα πόδια του έπαψαν να μεγαλώνουν σε αντίθεση με το υπόλοιπο σώμα του. Για το λόγο αυτό, χρησιμοποιούσε μπαστούνι για να περπατήσει και το ύψος του δεν ξεπέρασε τα 1,52 μ. Η Κόμισσα Αντέλ ενθάρρυνε το ενδιαφέρον του γιου της προς το σχέδιο. Τα πρώτα θέματα που απεικόνισε ήταν η οικογένειά του, τα άλογα και τα κυνηγόσκυλά τους. Ο καλλιτέχνης έλαβε τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής από έναν φίλο του Κόμη Αλφόνσου, το ζωγράφο ζώων Princeteau, ο οποίος έπεισε τους γονείς του Lautrec να του επιτρέψουν να σπουδάσει τέχνη. Αφού έλαβε το πτυχίο baccalauréat στο Παρίσι, μαθήτευσε για μερικούς μήνες στο στούντιο του Léon Bonnat την άνοιξη του 1882 και λίγο αργότερα στο στούντιο του Fernand Cormon, ιστορικού ζωγράφου που τον ενδιέφερε ιδιαίτερα ο αρχαίος κόσμος. Περνούσε τα πρωϊνά του στο στούντιο του δασκάλου του, κάνοντας πρακτική στο θεωρητικό σχέδιο, αλλά τα απογεύματα, ο Lautrec επισκεπτόταν τόσο τις καθιερωμένες εκθέσεις, όσο και αυτές των νέων καλλιτεχνών, όπου ανακάλυψε τη μεγάλη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ακαδημαϊκή τέχνη και τα νέα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής, ειδικότερα αυτό των Ιμπρεσσιονιστών. Επηρεάστηκε βαθύτατα από τον Degas και την Ιαπωνική χαρακτική. Το 1891 έφτιαξε μια έγχρωμη αφίσα για λογαριασμό του καμπαρέ Moulin Rouge, η οποία τον κατέστησε διάσημο σε μια νύχτα. Ο Lautrec δημιούργησε 30 αφίσες σε ολόκληρη τη ζωή του, αλλά εικονογράφησε θεατρικά προγράμματα, εξώφυλλα βιβλίων, μενού, προσκλήσεις και παρτιτούρες. Ο λιτός και εκφραστικός τρόπος με τον οποίο σχεδίαζε βρήκε το τέλειο μέσο στη λιθογραφία. Ποτέ δεν έκανε διάκριση μεταξύ των εμπορικών τεχνών και αυτών που ονομάζουμε Καλές Τέχνες. Το 1898 η υγεία του καλλιτέχνη άρχισε να επιδεινώνεται, εξαιτίας της κατάχρησης στο αλκοόλ και της σύφιλης. Το 1899, μετά από μια κρίση τρεμώδους παραληρήματος, πέρασε μερικούς μήνες σε μια κλινική, αλλά με την επιστροφή του στο Παρίσι άρχισε να πίνει ξανά. Το γεγονός αυτό είχε και συνέπειες στη δουλειά του. Τον Αύγουστο του 1901 ο Lautrec υπέστη παραλυτική κρίση και μεταφέρθηκε στο εξοχικό σπίτι της μητέρας του στο Malromé, όπου και πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου.

Επιμέλεια Έκθεσης
Μπελίντα Φυρού-Ίρις Κρητικού

Pantelis Mitsiou